κισσοί

κισσοί
κισσός
ivy
masc nom/voc pl
κισσόω
wreathe with ivy
pres subj mp 2nd sg
κισσόω
wreathe with ivy
pres ind mp 2nd sg
κισσόω
wreathe with ivy
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κισσοί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 63 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυργιωτίσσης του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 69 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυμπακίου …   Dictionary of Greek

  • κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”